-
1 ἐξ-απατάω
ἐξ-απατάω, verstärktes simplex, gänzlich betrügen, täuschen; τινά, Il. 9, 371 u. öfter; φάτιν ψεύδεσι Pind. Ol. 1, 29; ἐξηπατήϑη δαίμονος βουλεύμασι Eur. Hipp. 1406; μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας Ar. Pax 1099; mit dem acc. der Sache, τὸ δεῖπνον ἐξαπατώμενος, um das Mahl betrogen, Vesp. 60; ἐνόμιζον ἐξηπατῆσϑαι Thuc. 5, 42; oft bei Plat. u. Folgdn; εἴ τις ἐξαπατηϑῆναι οἴ. εται ταῠτα, hierin, Xen. An. 5, 7, 11; τὴν νόσον, besänftigen, mildern, Luc. Nigr. 7; – ἐξαπατήσομαι für das fut. pass., Xen. An. 7, 3, 3.
-
2 ἐξαπατάω
1 deceive βροτῶν φάτις δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι (φάτιν Σγρ·) O. 1.29 -
3 φάτις
1 speech, talk καί πού τι καὶ βροτῶν φάτᾰς ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπαπῶντι μῦθοι (φάτιν Σ̆{γρ˙}: appositionem φάτις μῦθοι agnovit Hermann: loc. susp.) O. 1.28ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
( Πηλεύς) “ ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” (Bothe: φασίν codd.) I. 8.40 met., of pers. Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτῖς (i. e. proverbial among men) P. 3.112
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий